- ωροσκοπείον
- τὸ, Α [ὡροσκόπος]1. ωρολόγιο2. ωροσκόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡροσκοπεῖον — Praef. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροσκοπεῖα — ὡροσκοπεῖον Praef. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροσκοπείοις — ὡροσκοπεῖον Praef. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροσκοπείου — ὡροσκοπεῖον Praef. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροσκοπείων — ὡροσκοπεῖον Praef. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωροσκόπιο — Μέθοδος με την οποία οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να μαντέψουν το μέλλον ενός ατόμου, με βάση την τοποθέτηση των πλανητών τη στιγμή της γέννησής του. Τα ω. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και βασίζονται στην επιρροή την οποία ασκούν… … Dictionary of Greek
ԺԱՄԱԴԻՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0826 Chronological Sequence: 7c Նոյն ընդ վվ. (=ԺԱՄԱԴԷՏ, ԺԱՄԱԴԻՏԱԿ) մանաւանդ որպէս Գործի աստեղաբաշխական ʼի դիտել զաստիճան կլիմայից, եւ զժամս երկայնութեան աւուրց. ὠροσκοπείον horoscopium *Վերաչափութիւն առնելով ժամադիտականաւն, ʼի ձեռն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)